- μονόδρομος
- οδρόμος που προορίζεται για την κίνηση οχημάτων προς μια μόνο κατεύθυνση: Ο τροχονόμος τού έκοψε κλήση για παράβαση σε μονόδρομο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μονόδρομος — ο δρόμος στον οποίο επιτρέπεται η κίνηση αυτοκινήτων προς τη μία μόνο κατεύθυνση … Dictionary of Greek
Сравнение дорожных знаков Европы — Образец швейцарского знака около Лугано Несмотря на очевидное единообразие, в европейских дорожных знаках существуют значительные отличия. Однако, большинство европейских стран приняли Венскую конвенцию о д … Википедия
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοδρομώ — έω [μονόδρομος] καθιστώ μονόδρομο έναν δρόμο διπλής κατεύθυνσης … Dictionary of Greek
παραλιακός — ή, ό παραθαλάσσιος, παράλιος: Η παραλιακή λεωφόρος έγινε μονόδρομος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)